- κοιτασμός
- κοιτασμός, ὁ (AM) [κοιτάζω]μσν.το μέρος όπου πλαγιάζει κάποιος, η κοίτηαρχ.(για ζώα) το κλείσιμο σε μάντρα, το μάντρωμα («κοιτασμὸς προβάτων, βοῶν», πάπ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κοιτασμοῦ — κοιτασμός folding masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)